εμμονή (η)
[αρχ.] 1. η σταθερή και αμετακίνητη προσήλωση σε πεποίθηση ή στάση (συνήθ. παρά τις αρνητικές συνθήκες): έδειξε μεγάλη ~ στην υποστήριξη της πρότασής αυτής || η ~ του στο θέμα καταντά παρεξηγήσιμη
ΣΥΝ.: επιμονή, ΑΝΤ.: χαλαρότητα, αδιαφορία, υπαναχώρηση, διαλλακτικότητα
2. (συνεκδ.) η ίδια πίστη ή στάση κλπ στην οποία εμμένει κανείς: δεν μπορεί να απαλλαγεί από τις ~ του.
ΣΧΟΛΙΟ: λ. μένω
ΕΤΥΜ: αρχ. < ἐμμένω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 595