Ανείπωτος, -η, -ο
αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, να περιγραφεί με λέξεις. ΣΥΝ.: απερίγραπτος, ανέκφραστος, άφατος. – ανείπωτα (επίρρ.)
ΕΤΥΜ.: < αν- στερητ. + θέμ. ἐιπ- από όπου και αόρ. Β’ εἶπον, ρ. λέγω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 178