ποδηγετώ
ρ. μτβ. [ποδηγετείς… | ποδηγέτ-ησα, ούμαι, -ήθηκα, -ημένος]
κατευθύνω (κάποιον) προς την κατεύθυνση που ο ίδιος θέλω· τον ελέγχω (πνευματικά, ηθικά κλπ), τον καθοδηγώ: ο λαός συχνά ποδηγετείται από δημαγωγούς || σύγχρονοι σωτήρες και μεσσίες προσπαθούν να ποδηγετήσουν τις αφελείς και ανασφαλείς μάζες.
ΣΥΝ: χειραγωγώ, – ποδηγέτης (ο) (μτγν.), ποδηγέτηση (η) [1894], κ. ποδηγεσία (η) (μτγν) ΣΧΟΛ: Λ. Ηγούμαι
ΕΤΥΜ: < αρχ. ποδηγετῶ (- έω) < ποδ(ο) < (πούς, ποδός) + -ηγετῶ < ηγέτης
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1433