Δημοσκόπηση (η)
{-ης κ. -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων} η έρευνα που γίνεται στην κοινή γνώμη για οποιοδήποτε θέμα και η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων της έρευνας: πρόσφατη ~ έδειξε ότι το 80% των Ελλήνων συμφωνεί με τα μέτρα.
ΣΥΝ: σφυγμομέτρηση, γκάλοπ – δημοσκόπος (ο/η), δημοσκοπώ ρ. (-εις…)
ΕΤΥΜ.: < δημο + σκοπώ “παρατηρώ προσεκτικά” απόδ. του διεθνούς όρου γκάλοπ
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 474