Εγνωσμένος, -η, -ο
(λογ.) αυτός που βρίσκεται πέρα από κάθε αμφιβολία, που έχει αναγνωριστεί από όλες τις πλευρές: ο εκλιπών υπήρξε επιστήμονας εγνωσμένου κύρους
ΣΥΝ.: αναγνωρισμένος, αναμφισβήτητος, πανθομολογούμενος, αδιαφιλονίκητος
ΣΧΟΛΙΟ: λ. μετοχή ΕΤΥΜ: μτχ. παθ. παρακ. του αρχαίου “γιγνώσκω”.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 547