Θαλασσοδάνειο (το)
[1817] {θαλασσοδανεί-ου / -ων}
1. δάνειο με πολύ υψηλό τόκο, που δίνεται τον ιδιοκτήτη πλοίου ή τον υπεύθυνο για τη φόρτωση εμπορεύματος και του οποίου η επιστροφή εξαρτάται από το αν το προϊόν φτάσει σώο στον προορισμό του ή όχι.
2. (σκωπτ.) δάνειο του οποίου η εξόφληση δεν γίνεται εξαιτίας της αφερεγγυότητας του δανειζόμενου
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 739