Άφραστος, -η, -ο
(λογ.) αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, που είναι αδύνατον να περιγραφεί
ΣΥΝ.: (λογ.) ανέκφραστος, ανείπωτος, άρρητος, άφατος, απερίγραπτος
ΕΤΥΜ.: αρχ. < ἀ στερητ. + φραζω “λέγω, εκφράζω” (β.λ. “φράση”)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 329