Εφεκτικός, -η, -ο
αυτός που παρουσιάζει δισταγμό, που αμφιταλαντεύεται και εκφράζει επιφυλάξεις.
ΣΥΝ.: διστακτικός, επιφυλακτικός, αναποφάσιστος, αναβλητικός
ΦΡ. ΦΙΛΟΣ.: εφεκτικός φιλόσοφος καθένας από τους σκεπτικούς φιλοσόφους, οι οποίοι φρονούσαν ότι ήταν αδύνατη η γνώση των πραγμάτων. Σχόλιο: λ. Έχω.
ΕΤΥΜ.: μτγν. < αρχ. επέχω “συγκρατώ, διστάζω”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 699