Αναπόδραστος, -η, -ο
αυτός που δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει, που τον επιβάλλουν οι περιστάσεις, αναπόφευκτος : ~ συνέπεια.
ΣΥΝ.: αναπότρεπτος, άφευκτος, επιβεβλημένος – αναπόδραστα / αναποδράστως επίρρ.
ΕΤΥΜ.: αρχ. < ἀν- στερητ. + ἀποδιδράσκω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 165