Κιβδηλεύω
ρ. μτβ [αρχ.] {μόνο σε ενεστ. και παρατ.} (αρχαιοπρ)
1. κάνω νοθεία, παραποιώ σκοπίμως ευγενή μέταλλα ή (κυρ.) νομίσματα, στοχεύοντας στην απόκτηση προσωπικού κέρδους μέσω της νοθείας. ΣΥΝ.: νοθεύω, παραποιώ, παραχαράσσω
2. (μτφ. για συναισθήματα, αρετές) καθιστώ (κάτι) ευτελές, αλλοιώνω την υφή, τη χαρακτηριστική του ποιότητα. ΣΥΝ.: ψευτίζω, εξευτελίζω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 889