δοξασία (η)
[δοξασιών] αντίληψη που δεν θεμελιώνεται επιστημονικά αλλά αποτελεί προϊόν υποκειμενικής σκέψης και συνδέεται συνήθως με λαϊκές και πρωτόγονες (κυρ. μαγικοθρησκευτικές) παραδόσεις και πρακτικές: σε πολλά λαϊκά έθιμα επιβιώνουν πανάρχαιες ~ || ο εθνολόγος μας περιγράφει ποικίλες ~ πρωτόγονων φυλών.
ΕΤΥΜ: μτγν. <αρχ. δοξάζω, αρχική σημασία “πιστεύω, εκφέρω γνώμη”.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 523