αδολεσχία (η)
[αδολεσχιών] η υπερβολική σε μάκρος, φλύαρη και κουραστική ομιλία ΣΥΝ: πολυλογία, φλυαρία, βερμπαλισμός ΑΝΤ. λακωνικότητα. – αδολέσχης (αρχ) κ. αδόλεσχος (ο), αδολεσχώ ρ. [αρχ.] (-είς, …)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 72