Ευένδοτος, -η, -ο [αρχ.]
1. αυτός που ενδίδει εύκολα ΑΝΤ. Ανένδοτος (μτφ) 2. αυτός που υποχωρεί εύκολα στην πίεση 3. ηθικά μαλθακός, ευάλωτος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 687