διαγκωνισμός (ο) [1888] (λογ.)
1. η προσπάθεια να ανοιχτεί πέρασμα ανάμεσα σε πλήθος, με σπρωξίματα
2. (μτφ) ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ συνδιεκδικητών: ο ~ χιλιάδων υποψηφίων για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ.
[ΕΤΥΜ.: το μτγν. διαγκωνισμός σήμαινε “σπρώξιμο με τους αγκώνες”]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 478