ορμέμφυτος, -η, -ο
αυτός που προέρχεται από ένστικτο και όχι από λογική επεξεργασία
κυρ. το ουδ ορμέμφυτο (το) [1805] ένστικτο – ορμεμφύτως επίρρ. [1885]
ΕΤΥΜ.: < ορμή + έμφυτος , απόδοση του γαλ. instinct (βλ. κ. ένστικτο)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1277