Εξορθολογισμός (ο)
η εφαρμογή των αρχών του ορθολογισμού, π.χ. στην οργάνωση της εργασίας, τη δομή μιας υπηρεσίας κλπ
– εξορθολογίζω ρ., εξορθολογιστικός, -ή, -ό.
ΕΤΥΜ.: μεταφρ. δάνειο από αγγλ. rationalisation
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 632