δυοίν θάτερον
(αρχαιοπρ.) το ένα από τα δυο.
ΕΤΥΜ.: < αρχ. δυοῖν θἄτερον < δυοῖν (γεν. του δύο) + θἄτερον < το ατερον, αιολικός και δωρικός τύπος του ἕταιρος].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 532