τεκμαρτός, -ή, -ό
(λογ.) αυτός που μπορεί να προκύψει ως συμπέρασμα με βάση ορισμένα δεδομένα, που υπολογίζεται, προσδιορίζεται με βάση γενικά στοιχεία: ~ εισόδημα (που προσδιορίζεται από ορισμένα τεκμήρια) || ~ ενοίκιο (το ενοίκιο που θεωρητικά καταβάλλει κάποιος για ιδιοκατοίκηση με βάση συγκεκριμένα στοιχεία) || ~ δαπάνη
ΑΝΤ.: βεβαιωμένος, αποδεδειγμένος, πιστοποιημένος.
ΕΤΥΜ.: αρχ. < τεκμαίρομαι (βλ.λ.)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1747