αναληθής, -ής, -ές
[αναληθ-ούς, | -είς (ουδ. -ή), αναληθέστ-ερος, -ατος)
αυτός που δεν συμφωνεί με την αλήθεια, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: οι ισχυρισμοί του αποδείχθηκαν τελείως ~ || ~ πληροφορίες.
ΣΥΝ.: ψεύτικος, αναξιόπιστος, αβάσιμος, ανακριβής ΑΝΤ.: αληθής, αληθινός, πραγματικός, αψευδής
– αναληθώς επιρρ. (μτγν.) ΣΧΟΛΙΟ: -ης, -ης, ες.
ΕΤΥΜ.: μτγν. < αν- στερητ. + αληθής.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 158