αμάκα (η)
[χωρίς πληθυντ.] (διαλέκτ) η απόκτηση και εξασφάλιση αγαθών εις βάρος άλλων, το να ζει κανείς εις βάρος άλλων: δεν δουλεύει, και ζει από την ~
ΣΥΝ. Παρασιτισμός ΦΡ. (ως επίρρ.) (στην) αμάκα, δωρεάν, τζάμπα, χάρισμα: πήρε το κτήμα ~
ΕΤΥΜ.: < ιταλ. A macca “άφθονα, πλουσιοπάροχα” < macca αφθονία
Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 131