Επίνοια (η) [επινοιών]
1. η ικανότητα να εφευρίσκει και να συλλαμβάνει κανείς νέα και πρότυπα πράγματα ΣΥΝ. επινοητικότητα, εφευρετικότητα, ευρηματικότητα
2. (συνεκδ.) οτιδήποτε συλλαμβάνει ο άνθρωπος με τη δημιουργική του φαντασία και σκέψη ΣΥΝ.: εφεύρεση, επινόημα, σύλληψη.
ΕΤΥΜ.: αρχ. <ἐπινοῶ
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 654