σκώμμα (το)
λογ. {σκώμμ-ατος | -ατα, -των} λόγος περιπαικτικός, που εμπαίζει αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται.
ΣΥΝ.: κοροϊδία, αστεϊσμός
ΣΧΟΛ.: λ. Κοροϊδία
ΕΤΥΜ.: <αρχ. σκώμμα < σκώπτω (βλ.λ.)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1617