συνδαυλίζω κ. (λαϊκ.) συδαυλίζω
ρ. μτβ. [συδαύλισ-α, -τηκα (λογ. –θηκα), -μένος
1. σκαλίζω τα ξύλα για να δυναμώσει η φωτιά
2. (μτφ.) υποδαυλίζω (βλ.λ.): με την αρθογραφία του συνδαυλίζει τα πολιτικά πάθη
– συνδαύλιση (η) [1857] κ. συνδαύλισμα (το)
ΕΤΥΜ.: < συν + δαυλίζω < δαυλός
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1698