ετεροκίνητος, -η, -ο
[μτγν.] 1. αυτός που κινείται από άλλον, που δεν μπορεί να κινηθεί από μόνος του: η ανόργανη ύλη είναι ~ ΑΝΤ.: αυτοκίνητος
2. (μτφ) αυτός που δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλία, αλλά δρα κατά τη θέληση άλλου και σύμφωνα με τις εντολές του: ~ πράξη / ενέργεια ΣΥΝ.: ξενοκίνητος, βαλτός.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 681