Μαρασμώδης, -ης, -ες
(Μτγν.) μαρασμώδ-ους |-εις (ουδ. -η)
Αυτός που έχει εξασθενήσει ή ξεπέσει σε μεγάλο βαθμό, που βρίσκεται σε παρακμή: ~ κατάσταση (στο εμπόριο, στις συναλλαγές, στην οικονομία κλπ)
ΣΥΝ.: μαραζιασμένος, μαραμένος, άτονος ΑΝΤ.: ζωηρός, νευρώδης, σφριγηλός, αμαίος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1048