Αστάθμητος, -η, -ο
1. (κυριολ.) αυτός που δεν ζυγίστηκε, αζύγιστος
2. (μτφ) αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί: ~ παράγοντες / συμπεριφορές
ΑΝΤ. Σταθμητός, σταθμήσιμος.
[ΕΤΥΜ: αρχ. ἀ – στερητ. + σταθμῶ < στάθμη]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 298