Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 36, 2017)

Αστάθμητος, -η, -ο

1. (κυριολ.) αυτός που δεν ζυγίστηκε, αζύγιστος
2. (μτφ) αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί: ~ παράγοντες / συμπεριφορές

ΑΝΤ. Σταθμητός, σταθμήσιμος.
[ΕΤΥΜ: αρχ. ἀ – στερητ. + σταθμῶ < στάθμη]

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 298