Κατάσχεση (η) {-ης κ. -έσεως | -έσεις, -έσεων}
ΝΟΜ. Διαδικαστική πράξη με την οποία περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεσμεύονται υλικά και νομικά κατά τους κανόνες της δικονομίας, προκειμένου να εκλπειστηριαστούν και από το πλειστηρίασμα να ικανοποιηθεί η απαίτηση του δανειστή: αναγκαστική / συντηρητική / προσωρινή ~ || ~ περιουσίας / εντύπου / φορτίου / πλοίου / αυτοκινήτου / εισπράξεων / ακινήτου || κάνω / ενεργώ / ζητώ / επιβάλλω / διατάζω / αναστέλλω / προβαίνω σε ~
ΕΤΥΜ.: αρχ. Κατάσχεσις “περιορισμός, συγκράτηση < κατέχω (από το θ. Του αορ. Β’ “κατέσχον – κατάσχ-ω). Η σημ. “κατοχή” είναι μεταγν και πρωτοαπαντά στους Εβδομήκοντα (λ.χ. Π.Δ. Λευϊτικόν 25.25)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 863