Οιωνοσκοπία (η)
{οιωνοσκοπιών} η παρατήρηση και η ερμηνεία των οιωνών (βλ.λ.) για την πρόβλεψη του μέλλοντος – οιωνοσκόπος (ο) [αρχ.], οιωνοσκοπικός, -η, -ο [μτγν.]
ΕΤΥΜ.: μτγν. < αρχ. οἰωνοσκόπος < οἰωνός + -σκόπος < σκοπῶ “παρατηρώ προσεκτικά”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1243