Κληρωτίδα (η)
[μτγν.] 1. κάθε δοχείο στο οποίο τοποθετούνται οι λαχνοί για την κλήρωση: βάζω στην ~ || βγάζω από την ~ 2. (ειδικότ.) το μηχανικό σύστημα με τον σφαιρικό περιστρεφόμενο, μεταλλικό κάδο, μέσα στον οποίο τοποθετούνται και ανακατεύονται τα μπαλάκια με τους αριθμούς για την κλήρωση του λαχείου 3. (συνεκδ.) η κλήρωση: τι θα βγάλει η ~ ;; (ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της κλήρωσης;)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 903