δήγμα (το)
(δήγμα-τος| δήγμα-τα, δηγμά-των) 1. ΙΑΤΡ.: το δάγκωμα: ~ σκύλου || θανατηφόρο ~. ΣΥΝ.: δαγκωνιά, δαγκωματιά. 2. (κατ΄ επέκτ.) τσίμπημα εντόμου: ~ από σφήκα
ΣΧΟΛΙΟ λ. Ομόηχα
[ΕΤΥΜ.: αρχ. Δήγμα < * dāk-ma, εκτεταμ. βαθμ.του ρ. δάκ-νω “δαγκώνω”, βλ. λ. “δαγκώνω”]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 468