Δογματισμός (ο)
[μτγ.] η αξιωματική αποδοχή και διατύπωση απόψεων (χωρίς αιτιολόγηση ή απόδειξη), η αναγωγή μιας (προσωπικής συνήθ.) θέσης σε απόλυτη, αδιαμφισβήτητη αλήθεια (με παράλληλη απόρριψη κάθε αντίθετης άποψης και αντίρρησης): πρέπει να πάψει ο ιδεολογικός ~ και ο φανατισμός.
– δογματιστής (ο) [μτγν.]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 519