Υπερτιμημένος, -η, -ο
1. αυτός που του αποδίδουν μεγαλύτερη αξία από την πραγματική: το ταλέντο του είναι ~ δεν είναι παρά ένας μέτριος ηθοποιός
2. ΟΙΚΟΝ.: (νόμισμα) που η ισοτιμία του έχει καθοριστεί σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό που διαμορφώνεται στην ελεύθερη αγορά.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1840