Οψιφανής, -ής, -ές
(οψιφαν-ούς | -είς (ουδ. -ή) αυτός που φάνηκε αργά, με καθυστέρηση
– οψιφανώς επιρρ. ΣΧΟΛΙΟ: Λ. -ής, -ής, -ές
[ΕΤΥΜ.: αρχ. <ὀψι (βλ.λ. ὀψέ) + -φανής (< φαίνομαι), πβ παθητ. αορ. Β’ ἐ-φάν-ην)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1294