Περισυνάγω
ρ. μτβ [μεταγ.] (περισυν-ήγαγα, να/θα περισυναγάγω), -ήχθην, -ης, -η, ..-ηγμένος)
1. περισυλλέγω, συγκεντρώνω διασκορπισμένα ή εγκαταλελειμμένα μέλη ενός συνόλου ΣΥΝ.: συναθροίζω, περιμαζεύω
2. συγκεντρώνω (κάποιον/κάτι) γύρω από ένα σημείο – περισυναγωγή (η) [1882]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1387