Παροξυσμός (ο) (αρχ.)
1. απότομη και σύντομη εκδήλωση συναισθήματος ή πράξης σε πολύ έντονο βαθμό ( ~ γέλιου / βίας)
2. ΙΑΤΡ. (α) νευρική κρίση μικρής διάρκειας, που επέρχεται και τελειώνει απότομα και χαρακτηρίζεται από ακούσιες κινήσεις και συμπτώματα ανάλογα με την αιτία (σπασμοί, βήχας κλπ) (β) η περίοδος μιας νόσου ή πόνου, στην οποία τα συμπτώματα φτάνουν στη μέγιστη έντασή τους.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1348