Μποναμάς κ. μπουναμάς (ο) [μποναμάδες]
1. το δώρο, χρηματικό ή άλλο, που προσφέρεται την Πρωτοχρονιά
2. (κατ’ επέκτ.) κάθε είδους δώρο ή φιλοδώρημα ή ευνοϊκή χειρονομία: ~ της κυβέρνησης προς τους εμπόρους η νέα φορολογική ρύθμιση
ΕΤΥΜ.: μεταφορά του ιταλ. bona mano “καλό χέρι – φιλοδώρημα”.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1144