Ονειδίζω
ρ. μτβ. [αρχ. Ονείδισ-α, -τηκα] αρχαιοπρ. 1. (λογ) απευθύνω κατηγορία ή μομφή εναντίον κάποιου ΣΥΝ. Μέμφομαι, ψέγω, κατηγορώ (επιτατ.) εξονειδίζω ΑΝΤ. Επαινώ, εγκωμιάζω. 2. χλευάζω, περιπαίζω 3. ντροπιάζω, ρεζιλεύω, ταπεινώνω. – ονειδισμός (ο) [μτγν.]. ονειδιστικός, -η, -ο [μτγν]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1259