Προς τα πού βαδίζει η Τουρκία;
Καταιγισμός αναλύσεων στα Δυτικά ΜΜΕ ακολούθησε τη νίκη του Ερντογάν στο τουρκικό δημοψήφισμα. Η εικόνα ήταν του «μεγάλου χαμένου». Στην Ελλάδα έγινε λόγος για «Πύρρειο νίκη» και μερικοί διείδαν την απαρχή της στρατηγικής καθίζησης της Τουρκίας.
Η αντίδραση του Χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης ήταν πολύ διαφορετική, καθώς συνέχισε την ανοδική πορεία των τελευταίων δύο μηνών. Ούτε η τουρκική λίρα έδειξε ανησυχίες για το μέλλον. Η επιχειρηματική τάξη της Τουρκίας, σε αντίθεση με τους διεθνείς αναλυτές, εμφανίζεται ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα. Η αποδοχή του Ερντογάν από το στρώμα αυτό είναι το κρυφό μυστικό της επικράτησής του.
Τα νέα κυρίαρχα στρώματα
Μπορεί σήμερα να ακούγεται αστείο, αλλά μετά την πρώτη εκλογική νίκη του ΑΚΠ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) το 2002, πολλοί είχαν θεωρήσει τον Ερντογάν ως ένα ριζοσπάστη πολιτικό που θα χτυπούσε το κεμαλικό κατεστημένο και θα έφερνε τη δημοκρατία. Δυτικοί αναλυτές φαντασιώνονταν το «καλό» τουρκικό Ισλάμ ως αντίβαρο στο Ιράν και την Αραβία.
Η πραγματικότητα ήταν πάντα πολύ διαφορετική. Το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ ποτέ δεν ήταν δημοκρατικό, ούτε φυσικά αντικαπιταλιστικό, ή αντιιμπεριαλιστικό. Ο ερχομός του στα πράγματα σηματοδότησε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε «αυταρχισμό της ελεύθερης αγοράς». Αντίθετα με ότι νομίζουν πολλοί, δεν υπάρχει καμία εγγενής αντίφαση ανάμεσα στον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς και στον πολιτικό αυταρχισμό. Η άνοδος του ΑΚΠ έθαψε τελειωτικά την κεμαλική οικονομία με τον ισχυρό δημόσιο τομέα και το εκτενές πλέγμα ελέγχων της κοινωνίας. Ο νέος τουρκικός καπιταλισμός θα είχε πιο ανοιχτές αγορές παράλληλα με διευρυμένο κρατικό αυταρχισμό.
Ο πολιτικός θρίαμβος του ΑΚΠ στηρίχτηκε στην οικονομική και κοινωνική άνοδο των νέων επιχειρηματικών στρωμάτων από την καρδιά της Ανατολίας. Πλήθος μικρομεσαίων μονάδων με κέντρο βάρους στη μεταποίηση ήταν έτοιμες να εκμεταλλευτούν το φθηνό και άφθονο εργατικό δυναμικό με στόχο την εγχώρια αγορά, αλλά και με προοπτική εξαγωγών. Ήθελαν επιλεκτική προστασία της εγχώριας αγοράς, προσβάσεις στην πίστωση και πολιτική σταθερότητα. Ο Ερντογάν τους τα πρόσφερε αφειδώς, ενώ μοιράστηκε τον κοινωνικό συντηρητισμό και τη θρησκοληψία τους. Η κεντρική Ανατολία παραμένει η σπονδυλική στήλη του ΑΚΠ, όπως έδειξε το δημοψήφισμα.
Για την παραδοσιακή επιχειρηματική τάξη της Τουρκίας, με πρώτους τους ομίλους του Κοτς και του Σαμπάντζι, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Δημιουργήματα του κεμαλικού καθεστώτος, ήθελαν να προστατεύσουν την κυριαρχία τους στον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα και να διατηρήσουν τις προσβάσεις τους στις διεθνείς αγορές. Οι ανερχόμενοι της Ανατολίας ήταν επικίνδυνοι.
Ο Ερντογάν κατόρθωσε να δημιουργήσει μια σύμφυση που δεν θέτει σε κίνδυνο την πρωτοκαθεδρία των μεγάλων ομίλων, αλλά επιτρέπει την άνοδο των υπολοίπων. Το πλαίσιο είχε ήδη τεθεί μετά την μεγάλη κρίση του 2001: γρήγορη εξυγίανση και επέκταση των τραπεζών, άνοιγμα των αγορών – με ισχυρή παρουσία του κράτους σε καίρια ζητήματα – έμφαση στις εξαγωγές και, κυρίως, φθηνοί μισθοί και άφθονα εργατικά χέρια. Κέρδη για όλους.
Η οικονομική μεταμόρφωση της Τουρκίας
Η τουρκική οικονομία έχει πλήρως μεταμορφωθεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Αν εξαιρέσουμε την παγκόσμια κρίση του 2007-9, οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν ταχείς και χωρίς τις έντονες διακυμάνσεις των προηγούμενων δεκαετιών. Το ΑΕΠ έχει πλησιάσει τα 850 δις δολάρια, με μια σύνθετη οικονομική δομή στην οποία ο δευτερογενής τομέας καταλαμβάνει σχεδόν 30% και ο πρωτογενής περίπου 8%. Η Τουρκία είναι πλέον χώρα του αναπτυγμένου βιομηχανικού καπιταλισμού.
Η σύγκριση με την Ελλάδα είναι καταλυτική, ιδίως μετά τη γιγαντιαία ελληνική κρίση. Το ελληνικό ΑΕΠ είναι σήμερα περίπου το ένα τέταρτο του τουρκικού, με τον δευτερογενή τομέα να βρίσκεται κάτω από το 15% και τον πρωτογενή γύρω στο 4%. Η τουρκική βιομηχανία, η μεταποίηση, οι κατασκευές και η γεωργία είναι σχεδόν δεκαπλάσιες των ελληνικών. Πιο απτή απόδειξη των τραγικά εσφαλμένων ιστορικών επιλογών που έχει κάνει η ελληνική αστική τάξη μετά το 1981, με την ψοφοδεή πρόσδεσή της στον φαντασιακό «σκληρό πυρήνα» της ΕΕ και της ΟΝΕ, δε μπορεί να υπάρξει.
Το βάρος της ανάπτυξης το σήκωσε φυσικά η τουρκική εργατική τάξη. Οι πραγματικοί μισθοί έχουν ανεβεί με πολύ χαμηλούς ρυθμούς, υπάρχει επίμονη ανεργία που σήμερα βρίσκεται γύρω στο 10% και οι εισοδηματικές ανισότητες είναι μεγάλες. Αλλά ταυτόχρονα δημιουργήθηκαν εκατομμύρια ικανοποιητικά αμειβομένων θέσεων εργασίας, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, και μειώθηκε δραστικά η απόλυτη φτώχεια. Πολύ σημαντικό επίσης είναι ότι οι διαδοχικές κυβερνήσεις του ΑΚΠ σταδιακά δημιούργησαν ένα, έστω υποτυπώδες, πλαίσιο πρόνοιας στην υγεία, τις συντάξεις και την παιδεία. Αυτή είναι η υλική βάση της λαϊκής υποστήριξης προς τον Ερντογάν.
Οι «μεταρρυθμίσεις»
Όλα αυτά δεν αναιρούν φυσικά τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η τουρκική οικονομία. Το κυριότερο είναι ότι η παραγωγικότητα της εργασίας ανεβαίνει με πολύ χαμηλούς ρυθμούς ώστε να μπορεί να στηρίξει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών. Η παραγωγικότητα είναι ιδιαίτερα χαμηλή στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που βασίζονται στα φθηνά εργατικά χέρια και δε μπορούν να ακολουθήσουν την τεχνολογική πρόοδο του μεγάλου τουρκικού κεφαλαίου.
Λύση έχει βρεθεί για ένα διάστημα με τη βαθμιαία υποτίμηση της λίρας, δηλαδή κάνοντας ακριβώς αυτό που δε μπορεί η Ελλάδα εντός της ΟΝΕ. Αλλά αν πρόκειται να επιβιώσει μακροπρόθεσμα η τουρκική βιομηχανία θα πρέπει να μετακινηθεί υψηλότερα στην παγκόσμια αλυσίδα προστιθέμενης αξίας. Πράγμα που σημαίνει «μεταρρυθμίσεις» σε βάρος της εργασίας και των μικρομεσαίων.
Παράλληλα, η Τουρκία έχει υψηλό ποσοστό κατανάλωσης στο ΑΕΠ, κάτι που απαιτεί μεγάλες τραπεζικές πιστώσεις, δεδομένου ότι οι μισθοί δεν ανεβαίνουν γρήγορα. Για πρώτη φορά στην ιστορία της η χώρα αντιμετωπίζει φαινόμενα χρηματιστικοποίησης, με κατάρρευση της αποταμίευσης και υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Τεράστια είναι επίσης η κερδοσκοπία στα εμπορικά ακίνητα και τη στέγαση. Μαζί με την αδυναμία της παραγωγικότητας, το αποτέλεσμα είναι η αύξηση των εισαγωγών και μεγάλο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Ως εκ τούτου η χώρα στηρίζεται σε αθρόες εισροές ξένων κεφαλαίων. Ο κίνδυνος μιας ξαφνικής και βαθιάς κρίσης στις εξωτερικές συναλλαγές είναι υπαρκτός.
Με δυο λόγια, ο τουρκικός βιομηχανικός καπιταλισμός εδραιώθηκε στα χρόνια του Ερντογάν, δημιουργώντας πλαίσιο συνύπαρξης ανάμεσα στα παλιά και τα νέα στρώματα. Οι αντιφάσεις του παραμένουν όμως τεράστιες και η οικονομική και κοινωνική του βάση είναι επισφαλής. Το τουρκικό κεφάλαιο απαιτεί εκ νέου «δομικές μεταρρυθμίσεις», όπως δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ο Μεχμέτ Σιμσέκ, ο επί των οικονομικών του ΑΚΠ.
Τα όρια του αυταρχισμού
Αυτό είναι το υπόβαθρο του αυταρχισμού του Ερντογάν που δεν εμφανίστηκε ξαφνικά, αλλά έχει χρόνια που εξελίσσεται με σταδιακή διάβρωση της δικαιοσύνης, της παιδείας και φυσικά του στρατεύματος. Από την πρώτη ώρα το ΑΚΠ επιδίωξε να καταλάβει το κράτος, ώστε να αναμορφώσει την κοινωνία σε συντηρητική βάση ευνοώντας τον επιχειρηματικό τομέα. Η ισλαμική ιδεολογία, με μια ισχυρή πρόσμειξη εθνικισμού, ήταν ο μοχλός για την πρόσδεση των λαϊκών στρωμάτων στην ανάπλαση του τουρκικού καπιταλισμού.
Το αποτυχημένο πραξικόπημα δεν ήταν μάχη οπισθοφυλακής του Κεμαλισμού, όπως μερικοί φαντάστηκαν. Ήταν ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε μερίδες ισλαμιστών για τον αυταρχικό έλεγχο του κράτους και ο Ερντογάν το αξιοποίησε ανελέητα. Το δημοψήφισμα όμως δεν του έλυσε προβλήματα και μάλλον του πρόσθεσε νέα. Μπορεί το αποτέλεσμα να ήταν οριακά υπέρ του Ναι, αλλά τα ποσοστά του Όχι ήταν συντριπτικά υπέρτερα στις κουρδικές περιοχές, υψηλά στις ακτές του Αιγαίου και πλειοψηφικά στις τρεις μεγάλες πόλεις, Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα και Σμύρνη.
Η πολιτική του ΑΚΠ έχει τελειωτικά χάσει τους Κούρδους για την Τουρκία. Έχει χάσει και τη μεσαία τάξη, καθώς και μεγάλα κομμάτια της μισθωτής εργασίας στα αστικά κέντρα. Για πρώτη φορά επίσης η τουρκική αντιπολίτευση έδειξε την ικανότητα να ενώνεται και να υπερασπίζεται τις δημοκρατικές κατακτήσεις του τουρκικού λαού. Υπάρχουν ενδείξεις εμφάνισης πραγματικού ρεύματος δημοκρατίας στη χώρα.
Είναι πιθανόν η σημερινή μορφή ισλαμικού αυταρχισμού της ελεύθερης αγοράς στην Τουρκία να έχει φτάσει στα όριά της. Αν προσθέσουμε και την αποτυχία του Ερντογάν στο διεθνές πεδίο – όξυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία χωρίς προοπτική επιτυχίας, επιδείνωση των σχέσεων με το Ισραήλ και τις αραβικές χώρες, επισφαλής συμμαχία με τη Ρωσία – είναι προφανές ότι η εξίσωση που καλείται να λύσει γίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Η Τουρκία δεν πρόκειται να σταθεροποιηθεί γρήγορα, ακόμη κι αν δεν αντιμετωπίσει οικονομική κρίση την επόμενη διετία.
Τέλος, όσον αφορά την Ελλάδα, είναι απολύτως αναγκαίο οι ελληνικοί μηχανισμοί ισχύος να επιδείξουν σοβαρότητα. Θα ήταν λάθος να υπερτιμήσουν το μέγεθος της πιθανής αναταραχής στην Τουρκία, υποτιμώντας παράλληλα τη μετάλλαξη της τουρκικής οικονομίας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Ευφάνταστα γεωπολιτικά παιχνίδια με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ είναι η συνταγή της καταστροφής, δεδομένης μάλιστα της αδυναμίας που έχει επιφέρει η κρίση. Μόνο χαμένη θα βγει η Ελλάδα αν επιτρέψει σε άλλους να τη χρησιμοποιήσουν στο θέμα αυτό.