επιγέννημα, το (αρχ.) {επιγεννήμ-ατος | -ατα, -άτων}
1. αυτό που γίνεται ή αναπτύσσεται πάνω σε κάτι
2. αυτό που συμβαίνει μετά από κάτι άλλο
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 645