Οίκοθεν
επίρρ. (αρχαιοπρ.) 1. από το σπίτι 2. από την πατρίδα 3. αυτοπροαίρετα, αυτεπαγγέλτως: το δικαστήριο επελήφθη ~ της υποθέσεως. ΦΡ νοείται οίκοθεν : είναι αυτονόητο, γίνεται κατανοητό αφ’ εαυτού: ~ ότι οι υπογράψαντες τη σύμβαση οφείλουν να τηρούν τους όρους αυτής. ΣΧΟΛΙΟ: -θεν.
(ΕΤΥΜ.: αρχ. < οικο + παραγγ. επίθημα –θεν (βλ.λ))
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1239