Αφίσταμαι
Ρ. μτβ. {αφίστ-αμαι, -ασαι, -αται,-άμεθα, – άσθε, -ανται. παρατ. αφιστ-άμην, αφίστ-ασο, -ατο, -άμεθα, -ασθε, -αντο | απέστην, -ης, -η… (να/θα αποστώ)).
Λογοτ. Βρίσκομαι σε μεγάλη απόσταση, απομακρύνομαι: οι δυο αυτές απόψεις αφίστανται πολύ η μια της άλλης || δεν θα αποστούμε των ευθυνών μας απέναντι στον λαό και στον τόπο.
[ΕΤΥΜ: αρχ. ἀφ-(<ἀπο) + ἵσταμαι – παράγ.: από-σταση, απο-στάτης]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 328