αυταπάτη (η)
[1885] (αυταπατών) 1. η δημιουργία από τον ίδιο μας τον εαυτό εσφαλμένων ή φανταστικών κρίσεων σύμφωνα με τις επιθυμίες μας, το να ξεγελούμε τον ίδιο μας τον εαυτό.
2. κάθε διαμορφωμένη πίστη κάποιου, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: (συνήθ. στον πληθυντικό) Μην έχεις αυταπάτες! Δεν ζεις αν δεν δουλέψεις! || τρέφεται / ζει με αυταπάτες.
ΣΥΝ.: ψευδαίσθηση, αυταπατώμαι ρ. (1886) (-άσσαι…)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 317