Παλινωδία (η)
[παλινωδιών] 1. η ανάκληση όσων ειπώθηκαν προηγουμένως 2. η συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από ανακολουθίες και αντιφάσεις (συχν. στον πληθυντ.): οι ~ στην εξωτερική πολιτική προκαλούν αναξιοπιστία.
ΕΤΥΜ.: < αρχ. παλινωδία < παλινωδώ (βλ.λ.) Η λέξη χρησιμοποιήθηκε αρχικώς αναφορικά με μια ωδή του Στησιχόρου, στην οποία ο ποιητής ανακαλούσε όσα υβριστικά είχε πει προηγουμένως εις βάρος της Ελένης]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1307