Καθαιμάσσω
ρ. μτβ. [κυρ. η μτχ. παρακ. καθημαγμένος, -η, -ο] καταματωμένος (συνήθ. μεταφ.) αυτός που έχει υποστεί μεγάλες δοκιμασίες, που έχει καταταλαιπωρηθεί ή καταστραφεί: η τελευταία κρίση βρίσκει την οικονομία της γειτονικής χώρας καθημαγμένη από τα χρέη.
[ΕΤΥΜ: αρχ. < καθ- (< κατά-) + αἱμάσσω (< αἷμάτ-jω) < αίμα]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 799