Επιτιμώ
ρ. μτβ (επιτιμάς…| επιτίμ-ισα, -ώμαι, -άται, -ήθηκα, -ημένος)
προσάπτω μομφή (σε κάποιον) για κάτι αρνητικό που διέπραξε: ~ κάποιον για την αδιαφορία του.
ΣΥΝ.: επιπλήττω, μαλώνω ΑΝΤ.: επαινώ, εγκωμιάζω – επιτίμηση (η) (αρχ.) επιτιμητικός, -ή, -ό (αρχ.) επιτιμητικά (επιρρ.).
[ΕΤΥΜ.: <αρχ. Ἐπιτιμῶ (άω), αρχική σημ. «αποδίδω τιμή, < Ἐπι + τιμῶ. Η σημερινή σημασία (ήδη αρχ.) προέρχεται από τη χρήση του ρήματος για να δηλώσει την πράξη των δικαστών, οι οποίοι όριζαν τη χρηματική ποινή που έπρεπε να πληρώσει ο καταδικασθείς]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 660