Αναβλητικότητα (η)
[1889] (χωρίς πληθ.) η τάση ή η συνήθεια της μετάθεσης του χρόνου εκτελέσεως (κάποιων) ενεργειών, η διστακτικότητα στη λήψη αποφάσεων: με την ~ που έχει τα αφήνει όλα για την τελευταία στιγμή πάντα!
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 106