Σπέκουλα (η)
[χωρίς γεν. πληθυντ.]
- (στο πολιτικό λεξιλόγιο) η καιροσκοπία, το να περιμένει κανείς την κατάλληλη ευκαιρία για να επωφεληθεί: πολλοί κάνουν ~ μέσα στη σύγχυση και την πολιτική αστάθεια. ΣΥΝ.: καιροσκοπισμός
2 (α) η προσπάθεια απόκτησης κέρδους πέρα από τα επιτρεπτά όρια και με αθέμιτα ή ριψοκίνδυνα μέσα. ΣΥΝ.: κερδοσκοπία, σπεκουλάτσια (β) (συνεκδ.) η άντληση όσο γίνεται μεγαλύτερου κέρδους εις βάρος άλλων: το συνδικάτο του κατήγγειλε για ~ εις βάρος των εργαζομένων.
[ΕΤΥΜ < σπεκουλάρω (υποχωρητ.)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1633