Ιδεοληψία (η) [1897] {ιδεοληψιών}
1. ΨΥΧΟΛ. νοσηρή κατάσταση που εκδηλώνεται με την επίμονη εμφάνιση στη συνείδηση του πάσχοντος ιδεών ή αισθημάτων, έμμονων ιδεών.
2. η υπερβολική εμμονή σε ιδεολογικά δόγματα.
– ιδεολήπτης (ο), ιδεοληπτικός, -ή, -ο.
[ΕΤΥΜ.: απόδ. του γαλλ. obsession]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 769