Προσμειδιώ
ρ. αμτβ [μτγν.] (προσμειδιάς…| προσμειδίασα)
- χαμογελώ (σε κάποιον), εκφράζοντας τη συμπάθειά μου προς αυτόν : η κόρη στη γλυπτική παράσταση φαίνεται να προσμειδιά
- (μτφ) επιδοκιμάζω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1494