Αντιλογισμός (ο)
λογιστική εγγραφή αντίθετη από την αρχική λανθασμένη για τη διόρθωση λογιστικού λάθους.
(ΕΤΥΜ.: μτγν < αρχική σημ. «αντίθετη κατηγορία – αντίστροφος υπολογισμός» < αρχ. ἀντιλογίζομαι)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 207